πελαργῷ

πελαργῷ
πελαργός
stork
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πελαργώ — άω, Α εσφ. ανάγν. τού πεδαρτῶ …   Dictionary of Greek

  • αντιπελάργωσις — ἀντιπελάργωσις, η (AM) [πελαργώ] ανταπόδοση στοργικής φροντίδας …   Dictionary of Greek

  • αντιπελαργία — ἀντιπελαργία, η (Μ) [πελαργώ] αμοιβαία αγάπη, περιποίηση …   Dictionary of Greek

  • αντιπελαργώ — ἀντιπελαργῶ ( έω) (Α) ανταποδίδω περιποίηση, φροντίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + πελαργώ < πελαργός. Η λ. πήρε τη σημασία της από τους πελαργούς, που θεωρούνται πτηνά με αλτρουιστικά αισθήματα, κυρίως από το γεγονός ότι μεταφέρουν στις φτερούγες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”